ξέσκασμα

ξέσκασμα
το, -ατος
ψυχαγωγία, απαλλαγή από στενοχώρια, γαλήνεψη, ηρεμία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξέσκασμα — το [ξεσκάζω] απαλλαγή από φροντίδες, ψυχαγωγία, ξεκούρασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”